Για τους περισσότερους ανθρώπους που ασχολούνται με τις πολεμικές τέχνες, ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους είναι αυτό που ονομάζουμε «αυτοάμυνα». Σύμφωνα με το λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, αυτοάμυνα είναι το να προστατεύει κανείς τον εαυτό του από επίθεση με δικές του ενέργειες ή μέσα. Όμως και αυτός ακόμα ο ορισμός δημιουργεί ερωτήματα. Ποια είναι η επίθεση στην οποία έχει κάποιος δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τεχνικές αυτοάμυνας, δηλαδή να επιβληθεί επί του επιτιθέμενου με χρήση βίας; Και ποιες είναι οι ενέργειες και τα μέσα με τα οποία μπορεί να αμυνθεί, χωρίς να φοβάται τυχόν νομικές συνέπειες;
- Ορισμός
Ο νομικός ορισμός της άμυνάς δίνεται στο άρθρο 22 του Ποινικού Κώδικα και είναι ο εξής:
Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους (ΠΚ άρθρο 22 παρ.2)
Η άμυνα αποτελεί λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα μιας πράξης. Αυτό συμβαίνει γιατί ο νομοθέτης θεωρεί ότι «το δίκαιο δεν είναι υποχρεωμένο να υποχωρεί μπροστά στο άδικο». Έτσι ο αμυνόμενος δικαιούται να προσβάλλει τα έννομα αγαθά του επιτιθέμενου, για να υπερασπίσει τα δικά του έννομα αγαθά (αρχή του υπέρτερου συμφέροντος).
Οι λέξεις κλειδιά στον παραπάνω ορισμό είναι η «άδικη» και «παρούσα» επίθεση. Άδικη είναι μια επίθεση που απαγορεύεται από το νόμο, όταν δηλαδή αντιβαίνει σε διάταξη κάποιου νόμου. Πρακτικά είναι η επίθεση που δεχόμαστε χωρίς δική μας υπαιτιότητα. Έτσι δεν μπορούμε να επικαλεστούμε κατάσταση αυτοάμυνας όταν με τη δική μας συμπεριφορά οδηγηθούμε σε καυγά. Παρούσα είναι η επίθεση που επίκειται ή άρχισε ήδη και διαρκεί. Πρακτικά είναι η επίθεση που δεχόμαστε τη στιγμή που τη δεχόμαστε. Δηλαδή με απλά λόγια μπορούμε να αμυνθούμε σε μια επίθεση που δεχόμαστε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, δεν μπορούμε όμως να ανταποδώσουμε μια επίθεση που δεχτήκαμε μια εβδομάδα αργότερα!!!
Επίσης χρήσιμη θα ήταν μια σύντομη ανάλυση της φράσης «να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον». Η «αυτοάμυνα» έχει να κάνει με την άμυνα σε επίθεση που δέχεται κάποιος. Αν αυτός υπερασπιστεί κάποιον άλλο τότε μιλάμε απλά για «άμυνα». Με τη λέξη «άλλον» ο ποινικός κώδικας νομιμοποιεί την άμυνα υπέρ τρίτου ατόμου, δίνοντας το δικαίωμα σε κάθε πολίτη να βοηθήσει (αν θέλει) οποιονδήποτε δέχεται επίθεση προσβάλλοντας τα έννομα αγαθά του επιτιθέμενου. Ως έννομο αγαθό νοείται εδώ η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία, η τιμή, η περιουσία, η ιδιοκτησία κλπ.
- Το μέτρο της άμυνας.
Τι ισχύει όμως με το μέτρο της άμυνας; Δηλαδή, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, ώστε να είναι οι πράξεις μας δικαιολογημένες ως αυτοάμυνα; Η απάντηση δίνεται στην επόμενη παράγραφο του ιδίου άρθρου:
Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.(ΠΚ άρθρο 22 παρ.3)
Εδώ υπάρχει μια λεπτομέρεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Αυτή είναι «το αναγκαίο μέτρο». Δηλαδή η χρήση βίας μπορεί να είναι δικαιολογημένη, αρκεί να είναι ανάλογη της επίθεσης. Για παράδειγμα αν κάποιος μας βρίσει και εμείς τον πυροβολήσουμε, έχουμε σαφώς υπερβεί το «αναγκαίο μέτρο»!
Οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων (νομολογία) υλοποιώντας και εξειδικεύοντας την παρ. 3 της διάταξης έχουν καθιερώσει επιπλέον δυο αρχές, οι οποίες είναι απαραίτητο να διαπνέουν την αμυντική πράξη.
α) Αρχή της αναλογικότητας. Το αμυντικό μέσο θα πρέπει το πολύ να είναι ανάλογο με το μέσο που χρησιμοποιεί ο επιτιθέμενος (π.χ. δεν είναι ανάλογο μέσο η χρήση όπλου από τον αμυνόμενο, για να αποτραπεί επίθεση που γίνεται με τα χέρια).
β) Αρχή της αναγκαιότητας. Η προσβολή του επιτιθέμενου θα πρέπει να γίνεται με απόλυτη φειδώ, εφόσον προηγουμένως δεν αποδώσει η παθητική άμυνα (π.χ. οπισθοχώρηση) και εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια. Η απόφαση, όμως, για το αν πληρείται ή όχι αυτή η αρχή, εμπεριέχει πάρα πολλά υποκειμενικά κριτήρια, καθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις δυσδιάκριτη την έλλειψη ή την ύπαρξή της.
- Υπέρβαση.
Το «μέτρο» βέβαια δεν είναι πάντα ευδιάκριτο. Τι ισχύει στην περίπτωση που αντιληφθούμε κάποιον διαρρήκτη μέσα στο σπίτι μας; Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έχει ή δεν έχει όπλο; Ότι θα μας επιτεθεί ή όχι; Ποιο είναι λοιπόν το «αναγκαίο μέτρο» εδώ;
Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθίσουμε και να σκεφτούμε με την άνεσή μας ποια είναι η σωστή απόφαση, γιατί αυτή θα πρέπει να ληφθεί άμεσα. Ο νόμος εδώ είναι σαφώς με το μέρος του θύματος της επίθεσης.
Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη, και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. (ΠΚ άρθρο 23)
Από την τελευταία πρόταση του άρθρου μπορούμε να μπούμε στο «πνεύμα» του νομικού πλαισίου της αυτοάμυνας. Ποιος άνθρωπος δεν θα τρομοκρατούνταν στη θέα ενός διαρρήκτη, ενός ληστή, ενός βιαστή; Η αμυντική πράξη είναι μια πράξη η οποία τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται υπό την ψυχολογική φόρτιση που προκαλεί η επίθεση. Υπό αυτές τις συνθήκες η αμυντική πράξη, ως αντίδραση, είναι πολύ πιθανό να υπερβεί τα επιτρεπτά και αναγκαία για την καταστολή της επίθεσης όρια.
Αυτή η από αμέλεια υπέρβαση, δηλαδή η υπέρβαση η οποία οφείλεται στην έλλειψη προσοχής του αμυνόμενου είναι ποινικά κολάσιμη (π.χ. σωματικές βλάβες από αμέλεια σε κατάσταση άμυνας), εφόσον η συγκεκριμένη υπέρβαση προβλέπεται ως έγκλημα από αμέλεια (ειδικό μέρος του ποινικού κώδικα). Αυτό αξίζει να αναφερθεί διότι τα εγκλήματα από αμέλεια είναι λίγα (κάποια πλημμελήματα και τα πταίσματα).
Εάν, όμως, κατά την προανάκριση ή στο ακροατήριο αποδειχθεί ότι η υπέρβαση οφείλεται καθαρά στο φόβο ή την ταραχή, στην οποία περιήλθε ο αμυνόμενος εξαιτίας της επίθεσης, τότε αυτή η υπέρβαση μένει ατιμώρητη.
Μένει λοιπόν ατιμώρητος οποιαδήποτε κι αν είναι η αντίδρασή του, εξ’ αιτίας του φόβου και της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση, καθώς έτσι δικαιολογείται η υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας.
Είναι όμως βαριά μορφή υπέρβασης άμυνας αυτή που διαπράττεται με πρόθεση. Π.χ. ο Α’ επιτίθεται με σιδηρολοστό στον Β’ με σκοπό να τον σκοτώσει, λόγω κτηματικών διαφορών. Ο Β’ αμέσως αρπάζει ένα καδρόνι και αποκρούει τον Α’, σπάζοντάς του το χέρι στο οποίο κρατούσε τον λοστό. Ενώ ο Α’ σφαδάζει στο έδαφος εξουδετερωμένος, ο Β’ τον πλησιάζει θυμωμένος και του καταφέρνει δυο γερά χτυπήματα με το καδρόνι στα πλευρά.
Στο παράδειγμα αυτό, η αναγκαία αμυντική πράξη, της οποίας αίρεται το άδικο, είναι το κάταγμα που επέφερε ο Β’ στον Α’, για να τον αποκρούσει. Από εκεί και πέρα, αφού το δίκαιο (που εκφράζεται στο πρόσωπο του αμυνόμενου) έχει επικρατήσει, οποιαδήποτε άλλη πράξη θεωρείται υπέρβαση των ορίων της άμυνας με πρόθεση. Άρα ο Β’ φέρει πλήρη την ποινική ευθύνη για τα δυο χτυπήματα στα πλευρά του Α’, με ποινή ελαττωμένη.
Από τα παραπάνω προκύπτουν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε να αμυνθούμε σε καταστάσεις όπου υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας ή κάποιον άλλο, εφόσον η επίθεση που δέχεται είναι άδικη (όπως ορίστηκε παραπάνω). Το δεύτερο είναι να μπορούμε να διακρίνουμε σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να αμυνθούμε και σε ποιες προκαλούμε την τύχη μας. Είναι τελείως διαφορετικό να εμπλακεί κανείς σε μάχη γιατί απειλείται η ζωή του, από το να κάνει το ίδιο επειδή κάποιος τον στραβοκοίταξε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι καυγάδες μεταξύ οδηγών! Το τελευταίο σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυτοάμυνα. Μάλλον κοκορομαχία. Και επειδή τόσα είπαμε για την κάλυψη που μας παρέχει ο νόμος όταν δικαίως και αναλόγως αμυνθούμε, ας δούμε τι προβλέπεται για ανθρώπους που επειδή γνωρίζουν πώς να αμυνθούν, κάνουν τα πάντα για να εμπλακούν σε καυγά θεωρώντας ότι θα επικαλεστούν το νόμιμο δικαίωμά τους στην άμυνα!
- Υπαίτια κατάσταση άμυνας.
Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας (ΠΚ άρθρο 24).
Δηλαδή η άμυνα που εκδηλώνεται σε επίθεση, την οποία εντέχνως και δολίως προκαλεί ο αμυνόμενος, είναι άμυνα φαινομενική, και δεν λαμβάνεται υπόψη, καθώς δεν θεωρείται άμυνα αλλά εκ δόλου άδικη επίθεση.
Ούτως ή άλλως αυτή η περίπτωση εμπλοκής δεν είναι αυτοάμυνα και δεν έχει καμία σχέση με τη φιλοσοφία των πολεμικών τεχνών, δηλαδή την αντίθεση με τη χρήση βίας ως μέσο επίλυσης προσωπικών διαφορών.
Συνεπώς, βλέπουμε ότι ο ποινικός κώδικας της ελληνικής νομοθεσίας είναι υπέρ της δίκαιης άμυνας. Βέβαια σε μια τέτοια κατάσταση κυριότερο είναι να γλυτώσουμε σώοι. Το νομικό κομμάτι ελάχιστα θα το σκεφτούμε την ώρα της μάχης! Επειδή όμως η άμυνα δικαιολογεί πράξεις που υπό άλλες συνθήκες απαγορεύονται, δεν σημαίνει πως αρκεί να έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, αλλά είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να το αποδείξουμε κιόλας! Δηλαδή δεν υπάρχει αυτόματη απαλλαγή από τις όποιες κατηγορίες. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι απλό αφότου έχουμε ηρεμήσει να πείσουμε τις αρχές για την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε τη στιγμή που αμυνθήκαμε. Παρόλα αυτά, η εξέταση και η αξιολόγηση των πράξεών μας από τις αρμόδιες αρχές είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να υποστούμε. Όχι ότι θα πρέπει να τη θεωρήσουμε εμπόδιο, αλλά μάλλον αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας της άμυνας.
Αυτή ήταν μια γρήγορη ματιά στη νομοθεσία περί άμυνας. Είναι καλό να γνωρίζουμε λίγα πράγματα ώστε να μην αιθεροβατούμε. Η βασική αρχή που θα πρέπει να διέπει τις πράξεις μας αναφέρθηκε παραπάνω, «το δίκαιο δεν είναι υποχρεωμένο να υποχωρεί μπροστά στο άδικο».